ἐρείκτης
Look at other dictionaries:
ερείκτης — ἐρείκτης και ἐρέκτης, ὁ (Α) [ερείκω] αυτός που κοπανίζει, αλέθει δημητριακούς καρπούς ή όσπρια … Dictionary of Greek
ερείκτης — ἐρείκτης και ἐρέκτης, ὁ (Α) [ερείκω] αυτός που κοπανίζει, αλέθει δημητριακούς καρπούς ή όσπρια … Dictionary of Greek